Αρχείο | Ψυχολογία RSS for this section

Ο Θυμός και η απεμπόλιση του

ΘυμόςΑπό τα έξι βασικά συναισθήματα: η ευτυχία, ο θυμός, η θλίψη, ο φόβος, η αηδία και η έκπληξη, ο θυμός είναι αυτή η διάθεση που ελέγχεται χειρότερα από τους ανθρώπους.

Ο θυμός είναι το πιο σαγηνευτικό από τα αρνητικά συναισθήματα. Ο αυτό-δίκαιος εσωτερικός μονόλογος που το προωθεί γεμίζει τον νου με τα πιο πειστικά επιχειρήματα για το ξέσπασμα της οργής. Ο ειρμός των σκέψεων (train of thought) που τροφοδοτεί τον θυμό είναι επίσης και ενδεχομένως το κλειδί σε ένα από τους καλύτερους τρόπους αποφόρτισης του θυμού: το να υποσκάπτουμε τις πεποιθήσεις που τροφοδοτούν από την αρχή τον θυμό. Όσο περισσότερο σκεφτούμε τι μας θύμωσε, τόσο περισσότεροι ‘καλοί λόγοι’ και αυτό-δικαιώσεις μπορούμε να εφευρίσκουμε για να είμαστε θυμωμένοι. Το να μελαγχολούμε, δηλ. να καθόμαστε, να σκεφτόμαστε, να στεναχωριόμαστε και να λυπούμαστε τους εαυτούς μας τροφοδοτεί τις φλόγες του θυμού. Ανακατασκευάζοντας μια κατάσταση πιο θετικά, είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους να αποφορτίζουμε τον θυμό.

Υπάρχει μια καθολική (για όλους μας) πρόκληση από τον θυμό: η αίσθηση πως διακινδυνεύουμε. Δεν είναι σημάδι κινδύνου μόνο κάποια κατ’ εξοχήν σωματική απειλή, αλλά επίσης όπως είναι στις πλείστες περιπτώσεις, η συμβολική απειλή στην αυτό-εκτίμηση ή στην αξιοπρέπεια. Το να μας αδικούν, ή να μας φέρονται με αγένεια, το να μας προσβάλουν ή να μας μειώνουν, ακόμα και ο εκνευρισμός που μας πιάνει όταν μας εμποδίζουν στο να επιδιώκουμε ένα στόχο. Αυτές οι αντιλήψεις λειτουργούν σαν σκανδάλη για μια λιμβική (Limbic) ορμή (από το λιμβικό μέρος του εγκεφάλου) που έχει δύο επιδράσεις στον εγκέφαλο. Δεν θα μπω στις περίπλοκες λεπτομέρειες των λειτουργιών του εγκεφάλου, αλλά γενικά, το γενικευμένο αδρεναλίνο-κορτικό (του νευρικού μας συστήματος) ερεθισμός μπορεί να διαρκέσει για ώρες, ακόμα και μέρες, κρατώντας έτσι το συναισθηματικό νου σε ειδική ετοιμότητα για οποιαδήποτε πρόκληση. Έτσι, γίνεται σαν θεμέλιο πάνω στο οποίο μεταγενέστερες αντιδράσεις μπορούν να δημιουργηθούν με ιδιαίτερη γρηγοράδα. Αυτή η ευαίσθητη σκανδάλη που δημιουργεί το αδρεναλίνο-κορτικό (του νευρικού μας συστήματος) ξύπνημα, εξηγεί το γεγονός γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο πιο πολύ υποκείμενοι (έχουν την αυξημένη τάση) στο θυμό ακόμα και αν έχουν προκληθεί η εκνευριστεί από κάτι άλλο.

Οποιοδήποτε άγχος μπορεί να δημιουργεί αυτή την αδρεναλίνιο-κορτική έγερση, χαμηλώνοντας έτσι το κατώφλι για το τι προκαλεί τον θυμό. Έτσι, κάποιος ο οποίος είχε δύσκολη μέρα στη δουλειά, είναι ειδικά ευάλωτος στο να οργιστεί αργότερα όταν πάει σπίτι από κάτι – για παράδειγμα τα παιδιά να είναι θορυβώδεις ή να κάνουν ακαταστασίες στο σπίτι – που υπό κανονικές συνθήκες αυτές οι αιτίες δεν θα ήταν τόσο δυνατές για να προκαλέσουν μία συναισθηματική κατάληψη (την οργή).

Όταν το σώμα είναι σε μία κατάσταση νευρικότητας και κάτι προκαλεί μία συναισθηματική κατάληψη, τότε το επακόλουθο συναίσθημα είτε ο θυμός είτε η αγωνία, είναι ειδικά μεγάλης έντασης. Αυτή η δυναμική συμβαίνει όταν κάποιος γίνεται οργισμένος. Ο κλιμακωμένος θυμός είναι μια σειρά από προκλήσεις οι οποίες η κάθε μια προκαλεί μία ερεθιστική αντίδραση που διαλύεται αργά. Σε αυτή τη σειρά κάθε επιτυχημένη προκλητική σκέψη θυμού γίνεται αιτία για μία ορμήκατεχολαμινών(catecholamines) [Τα catecholamines (κατεχολαμινών) είναι ορμόνες που ελευθερώνονται κατά τη διάρκεια εθισμού του άγχους. Η αδρεναλίνη και η κορτιζόνη είναι δύο παραδείγματα.] που οδηγούνται από το αμύγδαλο, η κάθε ορμή κτίζοντας πάνω στην ορμονική φόρα από των κατεχολαμινών που προηγήθηκαν έτσι αυξάνοντας τη σωματική έγερση. Μία σκέψη που έρχεται μεταγενέστερα σε αυτή την κλιμακωμένη σειρά, πυροδοτεί μια πιο μεγάλης έντασης θυμού παρά μία σκέψη που έρχεται στην αρχή αυτής της κλιμακωμένης σειράς. Ο θυμός κτίζει πάνω στον θυμό. Ο συναισθηματικός εγκέφαλος θερμαίνεται. Σε αυτό το σημείο η οργή, ανεμπόδιστη από τη λογική, εύκολα ξεσπά σε βία.

Τώρα, για εσάς που είστε θυμώδης τύποι και εχθρικοί δώστε προσοχή: Είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια τώρα πως τα αρνητικά συναισθήματα – ειδικά ο θυμός και η εχθρικότητα – αυξάνουν το ρίσκο για καρδιακές παθήσεις. Κατ’ ακρίβεια η συντηρούμενη εχθρικότητα με ξεσπάσματα θυμού συμβάλει πιο δυνατά στον θάνατο από καρδιακές παθήσεις παρά άλλους γνωστούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος, ψηλή πίεση και ψηλά ποσοστά χοληστερόλης.

Το να μάθουμε να αποφορτίζουμε τον θυμό και να τον αποκλιμακώνουμε είναι μια συναισθηματική δεξιοτεχνία που πρέπει να μαθευτεί για να ενισχύσουμε το ψυχολογικό ευ-ζην μας, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, το να νιώσουμε καλύτερα για τους εαυτούς μας, και βέβαια, να προστατεύσουμε την υγεία μας.

Ένας τρόπος για την εκτόνωση του θυμού είναι να αδράξουμε και να αμφισβητήσουμε τις σκέψεις που πυροδοτούν τα κύματα του θυμού, αφού, είναι η αρχική αξιολόγηση της αλληλεπίδρασης που επιβεβαιώνει και ενθαρρύνει την πρώτη έκρηξη της οργής, και οι επακόλουθες επανεκτιμήσεις, που ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Ο χρονισμός έχει σημασία: όσο πιο ενωρίτερα στον κύκλο του θυμoύ τόσο πιο αποτελεσματικά. Πράγματι, ο θυμός μπορεί να βραχυκυκλωθεί εντελώς αν οι μετριαστικές (δηλαδή επεξηγηματικές) πληροφορίες έρθουν πριν δράσουμε πάνω στο θυμό.

Υπάρχει ένα συγκεκριμένο παράθυρο ευκαιρίας για αυτή την αποκλιμάκωση. Δουλεύει καλά σε μέτρια επίπεδα του θυμού: Σε υψηλά επίπεδα της οργής όμως, δεν κάνει καμία διαφορά, λόγω της ‘γνωστικής ακινητοποίησης’- με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να σκεφτούν καθαρά. Όταν οι άνθρωποι είναι ήδη άκρως εξοργισμένοι, θα απορρίψουν τις μετριαστικές (δηλαδή επεξηγηματικές) πληροφορίες με ‘κρίμα, αλλά δεν με νοιάζει’ ή με έντονες ύβρεις.

Ένας δεύτερος τρόπος για την αποκλιμάκωση του θυμού είναι η ψύξη της φυσιολογικής (σωματικής): το κάνουμε αυτό υπομένοντας την επινεφρίδια αύξηση (μια ορμόνη που απελευθερώνεται όταν είμαστε κάτω από την πίεση και του άγχους), σε ένα περιβάλλον όπου πιθανόν δεν θα υπάρξουν περαιτέρω εναύσματα για την οργή. Σε μια λογομαχία, για παράδειγμα, αυτό θα σήμαινε να φεύγαμε μακριά από το άλλο πρόσωπο για λίγο. Κατά τη διάρκεια αυτής της ‘περιόδου ηρέμησης’, το εξοργισμένο άτομο μπορεί να βάλει φρένο στον κύκλο της κλιμακούμενης εχθρικής σκέψης, αναζητώντας περισπασμούς. Ο περισπασμός είναι ένα ιδιαίτερα ισχυρό τέχνασμα για την αλλαγή της διάθεσης, για έναν απλό λόγο: Είναι δύσκολο να μείνεις θυμωμένος όταν θα περνάς ευχάριστα.

Ένα μεγάλο ποσοστό των ανδρών χρησιμοποιούν αυτή την αποτελεσματική στρατηγική: το να φύγουν κάπου να μείνουν μόνοι τους, για να ηρεμήσουν. Αυτό συνήθως σημαίνει να πάνε για μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Μια άλλη εναλλακτική λύση είναι να πηγαίνουμε για ένα μεγάλο περπάτημα: η ενεργή άσκηση επίσης βοηθά για το θυμό. Το ίδιο και οι μέθοδοι χαλάρωσης όπως η βαθιά αναπνοή και χαλάρωση των μυών, ίσως επειδή αλλάζουν την φυσιολογία του σώματος, από την υψηλή διέγερση του θυμού σε μια κατάσταση χαμηλής διέγερσης, και ίσως επειδή αποσπά την προσοχή από ό, τι προκάλεσε τον θυμό. Η ενεργή άσκηση μπορεί να ψυχραίνει τον θυμό για τον ίδιο λόγο: μετά από υψηλά επίπεδα φυσιολογικών ενεργοποιήσεων κατά τη διάρκεια της άσκησης, το σώμα ανακάμπτει σε ένα χαμηλό/ήπιο επίπεδο μόλις σταματήσει η άσκηση. Οι ενδορφίνες που απελευθερώνονται στον εγκέφαλο, επίσης, είναι η αιτία για το χαλάρωμα που έρχεται μετά από την ενεργή άσκηση.

Αλλά, μια περίοδο ηρέμησης δεν θα δουλέψει σε περίπτωση που αυτός ο χρόνος χρησιμοποιείται για να ακολουθηθεί το τρένο των σκέψεων αυτών που παρακινούν την οργή, δεδομένου ότι κάθε τέτοια σκέψη είναι από μόνη της, ένα μικρό έναυσμα για περισσότερους καταρράκτες του θυμού. Η δύναμη της απόσπασης της προσοχής είναι ότι σταματά αυτό το οργισμένο τρένο της σκέψης. Περισπασμούς όπως οι ταινίες ή το διάβασμα μπορεί να βοηθήσει στην ηρεμία του θυμού. Αλλά, το να επιδιδόμαστε σε απολαύσεις όπως τα ψώνια για τον εαυτό μας και το φαγητό, δεν έχουν σημαντική επίδραση: Είναι πολύ εύκολο να συνεχίσουμε με ένα αγανακτισμένο τρένο σκέψεων, ενώ γυρίζουμε τα καταστήματα ή καταβροχθίζοντας ένα κομμάτι κέικ σοκολάτας

Οι εχθρικοί άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακή ασθένεια/νόσο, πρέπει να ελέγχουν την ευερεθιστότητα/οξυθυμία τους. Ένας πολύ καλός τρόπος για να γίνει αυτό είναι να χρησιμοποιούμε την αυτογνωσία να πιάσουμε τις κυνικές ή εχθρικές σκέψεις την ώρα που εγείρονται και να τα γράψουμε κάτω. Μόλις συλληφθούν οι θυμωμένες σκέψεις με αυτόν τον τρόπο, μπορούν να αμφισβητηθούν και να επανεκτιμηθούν, αν και αυτή η προσέγγιση λειτουργεί καλύτερα πριν ο θυμός έχει κλιμακωθεί σε οργή.

Ο Sigmund Freud (ο Φρόιντ), ο οποίος εφεύρεσε την ψυχανάλυση, επινόησε τον όρο κάθαρση. Για τον Φρόιντ, η κάθαρση συμπεριλάμβανε την φυσική έκφραση ενός συναισθήματος με την ενθύμηση ενός τραυματικού γεγονός, η οποία συχνά, οδηγούσε στην ανακούφιση από το ενοχλητικό σύμπτωμα. Στον σημερινό λαϊκό πολιτισμό, ο όρος κάθαρσης αναφέρεται στην ‘έκφραση’ των συναισθημάτων κάποιου ως ένας τρόπος μείωσης της εχθρότητας και της επιθετικότητας. Τα βιβλία αυτοβοήθειας, μας προτρέπουν να δώσουμε διέξοδο στην οργή ξεσπάζοντας σε κάποιο άψυχο αντικείμενο- χτυπώντας ένα μαξιλάρι, σπάζοντας ένα πιάτο, ή χτυπώντας ένα σάκο του μποξ. Μήπως αυτό δουλεύει; Μήπως η εξωτερική επιθετική εκτόνωση μειώνει τα αρνητικά συναισθήματα; Η απάντηση είναι όχι. (Αν και η κάθαρση είναι μια αποτελεσματική παρέμβαση σε πολλές συναισθηματικές διαταραχές).

Η συναισθηματική απελευθέρωση μέσω της επιθετικής ενέργειας (μέσω πράξης ή φαντασίας) ίσως προσωρινά να ηρεμεί, αλλά σε βάθος χρόνου αυτό δεν μειώνει τον θυμό. Εκφράζοντας το θυμό μπορεί στην ουσία να μας κάνει πιο θυμωμένους. Από τη δεκαετία του 1950 οι ψυχολόγοι άρχισαν να εξετάζουν και να ελέγχουν το αποτέλεσμα της κάθαρσης πειραματικά και κάθε φορά, διαπίστωσαν ότι εκφράζοντας στην οργή δεν έκανε σχεδόν τίποτα ή καθόλου για να το διαλύσει (αν και λόγω της σαγηνευτικής φύσης του θυμού, μπορεί να αισθάνεται κανείς ικανοποίηση). Μπορεί να υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις υπό τις οποίες εκφράζοντας τον θυμό να δουλεύει, αλλά σε γενικές γραμμές είναι καλύτερα να μην γίνεται αυτό. Το να εκφράζουμε το θυμό είναι ένας από τους χειρότερους τρόπους για να εκτονωθούμε και να ηρεμήσουμε: τα ξεσπάσματα της οργής κατά κανόνα κάνει πιο έντονη την συναισθηματική διέγερση του εγκεφάλου, αφήνοντας τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο θυμωμένοι και όχι λιγότερο. Αυτό συμβαίνει επειδή, βγάζοντας την οργή σας πάνω σε κάποιον που την προκάλεσε, παρατείνει την διάθεση αντί να την τερματίζει. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό όταν πρώτα ‘κρυώσουμε’ και στη συνέχεια, με ένα πιο εποικοδομητικό ή δυναμικό τρόπο αντιμετωπίσουμε το άτομο να διευθετήσουμε την διαφωνία μας. Σε ένα σοφό γεροντάκι είχε ζητηθεί τον καλύτερο τρόπο για να χειριστεί κανείς τον θυμό, αυτός απάντησε: «Μην το καταστέλλετε. Αλλά μην δράσετε πάνω σε αυτό.»

Αυτή, πιστεύω, είναι μια σοφή συμβουλή: Εάν οι θυμωμένες σκέψεις επιμένουν σε σας, μπορείτε να προσπαθήσετε να τις βραχυκυκλώσετε λέγοντας (ή σκέφτοντας), «σταμάτα!» Επίσης, σκόπιμα να αντικαταστήσατε με λογικές σκέψεις εκείνες τις κυνικές, δύσπιστες σκέψεις κατά τη διάρκεια δύσκολων καταστάσεων- για παράδειγμα, αν ένα ασανσέρ καθυστερήσει να έρθει, να αναζητήσετε ένα καλοήθης λόγο και όχι να δουλεύετε τον θυμό κατά κάποιον που φαντάζεστε ότι είναι ανεύθυνο πρόσωπο που μπορεί να ευθύνεται αυτός για την καθυστέρηση. Για εκνευριστικές συναντήσεις, προσπαθήστε να μάθετε την ικανότητα να βλέπετε τα πράγματα από την οπτική γωνία του άλλου ατόμου –ενσυναίσθηση (να προσπαθούμε να καταλαβαίνουμε γιατί το κάνει ή συμπεριφέρεται έτσι ή λέγει αυτό) είναι ένα βάλσαμο για το θυμό. Το αντίδοτο για την εχθρότητα είναι να αναπτύξουμε μια καρδιά που να εμπιστεύεται πιο πολύ.

ΠΗΓΗ:gerasimos-politis.blogspot.gr

Επιλέγοντας μεταξύ οικογένειας και καριέρας

Mummy, I don’t recognise you any more,» my daughter said, as we walked home from afterschool childcare one Friday evening. It was a simple statement of fact by a seven-year-old who was seeing her mother less and less. We giggled, agreed that was silly and tried to clasp our hands together but failed because of my stupid suitcase. I thought grimly of the pride I had felt when I bought it – the businesswoman required to travel for work. Now, how I hated the sound of those wheels following me everywhere.

I had arrived full of pride at making it to pick up Bella from childcare for the first time in months. I got there a couple of minutes before it closed, daydreaming of applause at my achievement. Instead, I had to avoid the staff’s pitying looks as I took in the fact that the room was empty and Bella was the last child there. «Oh, I haven’t seen you for a long time,» said the manager. «It’s usually Daddy these days, isn’t it?»

Once home with my husband, Dave – Bella tucked up in bed – I started to cry. It was my new Friday night routine, just worse this time. I wanted us to be the perfect family, the perfect parents and, in particular, I wanted to be the perfect mother. As weekends were the only time we had together, I really put the pressure on during those two days. So I destroyed my second daydream of the day – a romantic meal together with wine and a film. Dave and I were both exhausted from our jobs, but it didn’t stop me.

«We need to spend more time as a family, rather than you playing rugby all Saturday,» I began. «Bella needs to have fun with both her parents, so when are we going to squeeze in going to the park? And I need ‘me time’ to have a run or read a paper.»

The whining was replaced by my long list of all our failings and how we needed to fix them that same weekend. Nothing we did seemed good enough. My husband no longer seemed good enough. I didn’t seem good enough as a mother, and I knew I was being a rubbish wife.

As usual, Dave tried to reason, but eventually gave up, slammed the door, and went off to smoke three cigarettes, one after the other. I joined him, glass of wine in hand, and we hugged. Saturday turned out to be relaxing and calm, probably because we didn’t do anything I had planned. On Sunday, we went for lunch at a close friend’s house but I monopolised the conversation. My friend and I often take turns losing it, crying and babbling. That Sunday, it was my turn – but I was taking my turn far too often these days. At home, I repacked my barely touched suitcase and Dave and I fell into bed as soon as Bella’s lights were out.

The following morning, I felt different as we rushed out of the house at 6am, crossing paths with Bella’s nanny, Anna, who looked after her between 6am and 8am and took her to a preschool breakfast club. (Bella was being looked after by three sets of people before and after school to enable us to work.) That day, I didn’t just feel tiredness or shame over my behaviour on Friday night, I felt anger. Anger at being made to fail at the one thing I wanted to do perfectly. I ran back into the house. Anna told me off for waking up Bella, but I needed to see her look at me and sink into the hug and kiss before another week away.

I had always wanted children. I remember making people laugh when I was Bella’s age, saying that I would have six children and six dogs and live in a big farm with a barn for each. I’d had plenty of time to dream up the kind of mother I would become. I wanted to be there for my child, just like my own mother, who had always been there when we came home from school. But Dave and I also wanted to do it our way. I modelled my own maternal aspirations around the stereotypical American sitcom mum. I would disregard British dry humour and stiff upper-lip, and, instead, horrify my family with hugs, kisses and constant «I love yous». We would have a bond that meant my daughter would talk to me if she were being bullied and, later, would ask me about contraception and drugs. But how could that bond be built if I wasn’t there?

I sat on the 6.58am train, ready to rebel. I was not going to prepare for my presentations, nor the week ahead. I was going to write about how I believed it was impossible to be a good mother and a career woman at the same time. My mother was an active feminist. I had studied her copy of The Female Eunuch at university. But what for? I tapped away on my phone at breakneck speed. I didn’t even want to pause to pull out my laptop. The world had made me believe that, because I had a few brain cells, I could be Kate Adie and also have six children. Hard work and ambition had enabled me to skip through my early adult life. In my 20s, I schmoozed in the dotcom boom in San Francisco, served caviar and champagne care of the venture capitalists. I held a series of great jobs in great companies and also took a break to be a lifeguard and scuba-dive in Australia. Nothing could stop me. That is, until I got married and had a child.

I had finally achieved what I had always wanted – a family. And the first couple of years after Bella’s birth in Sydney were easier. I stayed at home for the first year and we lived frugally on rice and lentils. Then I worked part-time. In Australia, everyone seemed to agree that family came first, and it was fine to start at 7am and leave at 3pm. But back in London, I found it harder and harder to be the mother I wanted to be. The jigsaw puzzle I had built of my life was falling apart. My beliefs of what it was to be a good mother were being smashed, although I wasn’t sure if it was my beliefs that were at fault or my own ability.

I peered at the other women on the train. Their makeup and hair was perfect, they were on conference calls and it wasn’t even 8am. I felt as if society were telling me I had to try to be the perfect worker Monday to Friday, the perfect mother every weekend, and toned, healthy woman all year round. Oh, and, of course, wife, friend, sibling and daughter.

At work, over lunch, I watched my colleague eat his baked potato, bacon and chips, and worried about what Bella was having for lunch and, actually, for dinner. I realised I didn’t know what she was eating for any meal that week, nor did I have any idea how she was coping with her homework. It was at that point that I decided to resign.

Dave and I had made a conscious decision to have a child and we had always wanted to be the ones raising her. We talked about my decision. Financially, it was not a good move (Dave’s pay just covers our rent and bills), but he knew that, emotionally, it was important for our family.

I held off for a few weeks to coincide with my daughter’s last day of term, and then shocked my boss with the news. I stepped into the meeting room with a big smile. «What’s the news,» he asked. He had apparently nicknamed me «the uber-professional» and was expecting me to celebrate a win at work. I said, beaming: «I’m handing in my resignation.»

That final Friday, when I handed over my laptop and phone, and met Bella at school was one of the happiest days in my life. No cobbling childcare together during the holidays. We had seven weeks together, three of them camping with her daddy, our best family holiday in a long time.

Funnily enough, I realise now that my mother wasn’t the perfect feminist mother either. Although a successful historian, she also gave up her career to have children and look after them. And that meant stepping back at a point when she was far more successful than my father. While we have never discussed this, I think that she understands my choice – however irresponsible and unsustainable it is financially.

Now, all the angst and negativity have vanished. I feel happy, stable and strong because I took control of the problem in my life. But it also makes me uncomfortable writing all this because I am of the generation that takes equality for granted. So am I now in agreement with the sexist former colleague who always maintained that women belonged at home, and said «I told you so» when I resigned? No. What am I saying to all my female friends working outside the home? Am I saying they are bad mothers? No. I am saying that if I had stayed in my job and not changed anything, I think I would have been a bad mother.

I believe that women should have the choice, and I envy women who seem to be able to juggle it all – career, family and looking gorgeous at the same time. But I also believe that, just as with our body-image issues, we should stop pretending it is fine and dandy if it’s not, and stop trying to be superwomen at the expense of our families as well as our mental and physical health.

Now I know I will never be that perfect mother. And actually I don’t need to be. I’ve spent the past six months focusing on my family and I realise that my daughter is a very happy child, and was happy when I was working. But now she is happier, and so am I. All my crutches, such as cigarettes and wine, have gone, I can’t remember the last time I bought a takeaway coffee, and I haven’t bought a piece of clothing since I left my job.

I have a gentle part-time job while we put our family jigsaw puzzle back together. Our family is now the big piece in the middle and I am trying to slot my dream work around it. If I fail and the bank account gets too close to empty, I will humbly knock on doors, but at least I will have tried. But for now, Bella and my husband have me back.

Names have been changed

Πηγή: http://motherfirst.wordpress.com/

 

Ο τοίχος και το αυγό

Μία πολύ όμορφη παροιμιώδης ιστορία που διάβασα σήμερα και θέλησα να μοιραστώ μαζί σας…

Δίστασε πολύ προτού αποδεχθεί την πρόσκληση των Ισραηλινών να του απονεμηθεί το λογοτεχνικό Βραβείο της Ιερουσαλήμ. Από την ομιλία που εκφώνησε είναι φανερό γιατί.

Ήλθα σήμερα στην Ιερουσαλήμ ως συγγραφέας, δηλαδή ως επαγγελματίας αφηγητής ψεμάτων. Σήμερα, όμως, δεν προτίθεμαι να πω ψέματα. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ. Υπάρχουν κάποιες ημέρες τον χρόνο που λέω την αλήθεια, και σήμερα είναι μία απ’αυτές.

Επιτρέψτε μου λοιπόν να καταθέσω ένα πολύ προσωπικό μήνυμα. Κάτι που έχω πάντα στο μυαλό μου όταν γράφω μυθιστορήματα. Δεν έχω φτάσει να το γράψω σ΄ένα κομμάτι χαρτί και να το κολλήσω στον τοίχο: θα έλεγα ότι είναι χαραγμένο στον τοίχο του μυαλού μου. Και είναι το εξής:«Ανάμεσα σ΄έναν ψηλό, συμπαγή τοίχο και σ΄ένα αυγό που σπάει πάνω του, θα είμαι πάντα από την πλευρά του αυγού». Ανεξάρτητα από το πόσο δίκιο έχει ο τοίχος και πόσο άδικο το αυγό, εγώ θα είμαι με το αυγό. Κάποιος άλλος θα πρέπει να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο: ίσως ο χρόνος ή η Ιστορία.

Αν υπήρχε ένας συγγραφέας που, για οποιονδήποτε λόγο, έγραφε βιβλία που είναι από την πλευρά του τοίχου, τι αξία θα είχαν αυτά τα βιβλία; Ποιο είναι το νόημα αυτής της μεταφοράς; Μερικές φορές είναι απλό και καθαρό. Οι άνθρωποι που βάζουν βόμβες και τα τανκς και οι ρουκέτες και οι οβίδες λευκού φωσφόρου είναι αυτός ο ψηλός, συμπαγής τοίχος. Τα αυγά είναι οι άοπλοι πολίτες που συντρίβονται και καίγονται και πυροβολούνται από τα παραπάνω.

Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο νόημα. Καθένας από μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι ένα αυγό. Καθένας από μας είναι μια μοναδική, αναντικατάστατη ψυχή, κλεισμένη σε ένα εύθραυστο καβούκι. Και καθένας από μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ψηλό, συμπαγή τοίχο. Ο τοίχος έχει ένα όνομα: είναι «το Σύστημα».

Υποτίθεται ότι το Σύστημα μας προστατεύει, αλλά μερικές φορές αποκτά μια δική του ζωή, και τότε αρχίζει να μας σκοτώνει και να μας βάζει να σκοτώνουμε άλλους- ψυχρά, αποτελεσματικά, συστηματικά.

Ένα πράγμα θέλω να σας πω σήμερα. Είμαστε όλοι ανθρώπινα όντα, άτομα όλων των εθνικοτήτων και των φυλών και των θρησκειών, εύθραυστα αυγά απέναντι σ΄ έναν συμπαγή τοίχο που λέγεται το Σύστημα. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν έχουμε καμιά ελπίδα να νικήσουμε. Ο τοίχος είναι πολύ ψηλός, πολύ δυνατός- και πολύ κρύος. Αν έχουμε οποιαδήποτε ελπίδα, προέρχεται από την πίστη μας στη μοναδικότητα της δικής μας ψυχής και των ψυχών των άλλων, και από τη ζεστασιά που αισθανόμαστε όταν ενώνουμε τις ψυχές μας. Δεν πρέπει να αφήσουμε το Σύστημα να μας εκμεταλλευτεί. Δεν πρέπει να το αφήσουμε να αποκτήσει τη δική του ζωή. Δεν μας έφτιαξε το Σύστημα: εμείς το φτιάξαμε. Αυτό είχα να σας πω. Χαρούκι Μουρακάμι

Πηγή:diastaseis.blogspot.com

Jefferson students walk in special education students’ shoes – Thehour.com: Elementary Schools

NORWALK — The Jefferson Elementary School third-graders sat on one side of a table trying to read a jumbled mess of letters on the page in fr…

μέσω Jefferson students walk in special education students’ shoes – Thehour.com: Elementary Schools.

Πολεμώντας τον αυτισμό με την βοήθεια σκύλων

AutLadySmΛίγες ώρες με ένα σκυλάκι, σύμφωνα με μελέτες, αποτελούν βάλσαμο τόσο για την ψυχική όσο και για τη σωματική μας υγεία. Με τη θετική του ενέργεια, τη χαρούμενη φύση του και την ανιδιοτελή του αγάπη ο «καλύτερος φίλος του ανθρώπου» μπορεί να προσφέρει βοήθεια ακόμα και στην αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση των ασθενών και τονώνοντας τη θέλησή τους για ζωή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που τα προγράμματα θεραπείας με τη βοήθεια ζώων – γνωστά και ως pet therapy ή animal-assisted therapy (AAT) – εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε σχολεία, γηροκομεία, νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα του εξωτερικού, δίνοντας εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Πολεμώντας τον αυτισμό 

Τον περασμένο Οκτώβριο μια ενδιαφέρουσα καναδική μελέτη που διενεργήθηκε σε αυτιστικά παιδιά και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο «Psychoneuroendocrinology» έδειξε ότι η καθημερινή επαφή των νεαρών εθελοντών με ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους είχε αποτέλεσμα την εντυπωσιακή βελτίωση της συμπεριφοράς και της υγείας τους.

«Προκειμένου να μπορέσουμε να μετρήσουμε τη θετική επίδραση του σκύλου στην υγεία των παιδιών αυτών αποφασίσαμε να μετρήσουμε τα επίπεδα της ορμόνης κορτιζόλης (σ.σ.: της αποκαλούμενης και “ορμόνης του στρες”) στον οργανισμό των παιδιών» εξηγεί στο «Βήμα» η δρ Σόνια Λούπιεν, καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ και διευθύντρια στο Κέντρο Μελέτης του Ανθρώπινου Στρες στο Νοσοκομείο Λουί Λαφοντέν.

«Δύο εβδομάδες πριν από την εισαγωγή των ειδικών σκύλων στα σπίτια των 42 παιδιών που έλαβαν μέρος στη μελέτη ελήφθη δείγμα σιέλου για τη μέτρηση της κορτιζόλης. Η διαδικασία αυτή επανελήφθη κατά τη διάρκεια της παραμονής των σκύλων στην κάθε οικογένεια για διάστημα τεσσάρων εβδομάδων και στο τέλος, δύο εβδομάδες αφότου είχαν απομακρυνθεί από το κάθε σπίτι» μας λέει αναλυτικά η ερευνήτρια.

Οπως τονίζει, στο συγκεκριμένο πείραμα χρησιμοποιήθηκαν σκύλοι ράτσας λαμπραντόρ που είχαν ακολουθήσει εκπαίδευση συνοδού τυφλών στο ίδρυμα MIRA με έδρα στο Κεμπέκ και η οποία κοστολογείται περί τις 10.000 δολάρια (δηλαδή περίπου 7.500 ευρώ).

«Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι η επίδραση των σκύλων στην υγεία των αυτιστικών παιδιών ήταν πολύ ισχυρή» αναφέρει η δρ Λούπιεν. «Δεν έχω δει ξανά τόσο ανατρεπτικά αποτελέσματα σε επίπεδα κορτιζόλης». 

Τα παραδείγματα που μοιράστηκε μαζί μας η ειδικός ήταν πραγματικά καθηλωτικά: «Μια μητέρα παραπονιόταν ότι δεν μπορούσε να βγει βόλτα με το παιδάκι της, καθώς εάν ένα αυτιστικό παιδί δει για παράδειγμα μια πέτρα στον δρόμο μπορεί να κάτσει εκεί να τη χαζεύει για ώρες. Με την εισαγωγή του σκύλου και μετά κατάφερε επιτέλους να κάνει τις βόλτες που τόσο επιθυμούσε με το παιδί της, γιατί η προσοχή του επικεντρωνόταν πλέον στον σκύλο». 
Μετά το τέλος του πειράματος και ενώ οι σκύλοι είχαν χρησιμοποιηθεί «δανεικά» από τους επιστήμονες, το ίδρυμα MIRA αποφάσισε να δωρίσει στις οικογένειες που είχαν συμμετάσχει στη μελέτη τον τετράποδο «θεραπευτή» που είχαν πρόσφατα φιλοξενήσει.

Τετράποδοι «δάσκαλοι» 

Πριν από λίγο καιρό η ερευνήτρια κ. Λόρι Φρίζεν από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα, επίσης στον Καναδά, πραγματοποίησε μια άλλη μελέτη, με αντικείμενο τη βελτίωση που θα μπορούσε να προκαλέσει η παρουσία ενός ζώου ως προς τις μαθησιακές επιδόσεις των παιδιών.

Το πείραμα διάρκειας 10 εβδομάδων έγινε σε σχολεία της Νότιας Αλμπέρτα και σε αυτό έλαβαν μέρος μαθητές της Β’ Δημοτικού. Η κ. Φρίζεν επισκεπτόταν το σχολείο δύο φορές την εβδομάδα, συνοδευόμενη από τα δύο της σκυλάκια, την Τάνγκο και τον Σπάρκι, τα οποία είχαν περάσει από ειδική εκπαίδευση για σκυλιά θεραπείας στον σύλλογο Pet Therapy Society of Northern Alberta και είχαν εμπειρία από προηγούμενες συμμετοχές τους σε δραστηριότητες με παιδιά.

Σύντομα διαπίστωσε μεγάλη βελτίωση στους μικρούς μαθητές: έγιναν πιο επιμελείς, έκαναν λιγότερα λάθη και αύξησαν την αγάπη τους για την ανάγνωση ή άλλα μαθήματα που… μοιράζονταν με τον μικρό τους τετράποδο φίλο.
«Η επιτυχία του προγράμματος οφείλεται στη ζεστασιά και την ανιδιοτελή αποδοχή των σκύλων, η οποία μέσω της συμμετοχής τους σε μαθησιακές δραστηριότητες φαίνεται να προσφέρει μια μοναδική μορφή κοινωνικής και συναισθηματικής υποστήριξης. Η μεγαλύτερή μου έκπληξη ωστόσο είχε να κάνει με το γεγονός ότι τα παιδιά συμμετείχαν οικειοθελώς στο πρόγραμμα αυτό» μας λέει η κ. Φρίζεν.

«Παρά το γεγονός ότι προσωπικά αγαπώ τα ζώα, θεωρούσα ότι ανάμεσα στα παιδιά ενδεχομένως να υπήρχαν κάποια που να μην ήθελαν να συμμετέχουν στις συνεδρίες, είτε γιατί μπορεί να έτρεφαν κάποιους φόβους, είτε γιατί ήταν αλλεργικά, ή ακόμα και γιατί δεν θα τους ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο συμμετείχαν όλα τους στις 20λεπτες συνεδρίες, αλλά οργάνωναν τα μαθήματα και τις υποχρεώσεις τους με τέτοιον τρόπο ώστε να μη χάσουν ποτέ τη σειρά τους. Αυτό ήταν πραγματικά εντυπωσιακό!» καταθέτει ενθουσιασμένη η καναδή ερευνήτρια.
Η ίδια υποστηρίζει ότι τα προγράμματα με τη βοήθεια ζώων θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολύτιμο συμπληρωματικό εργαλλείο στον στίβο της εκπαίδευσης.

Οπως διαπίστωσε στη μελέτη της η ερευνήτρια Λόρι Φρίζεν, η παρουσία ενός ζώου στην τάξη μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών.

Η μάθηση γίνεται παιχνίδι

«Το συγκεκριμένο πρόγραμμα θύμιζε στα παιδιά “παιχνίδι” και παράλληλα τους προσέφερε τη δυνατότητα να χαλαρώσουν και να ενισχύσουν τις μαθησιακές τους ικανότητες, βάζοντας σε τάξη όλα αυτά που μάθαιναν κατά τη διάρκεια του κανονικού τους μαθήματος»αναφέρει η κυρία Φρίζεν.

Μεγάλη προσοχή όπως υπογραμμίζει η ίδια χρειάζεται ωστόσο ο σχεδιασμός των συγκεκριμένων προγραμμάτων προκειμένου να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

«Τις πρώτες δύο ημέρες βρισκόμουν στην τάξη χωρίς τους “συνοδούς” μου με σκοπό να εξηγήσω στα παιδιά τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να συμπεριφέρονται απέναντι στους σκύλους: τι θα έπρεπε να κάνουν για να τους γνωρίσουν, πώς να επικοινωνούν με αυτούς, πώς να διαβάζουν τη γλώσσα του σώματός τους, ποιες συμπεριφορές ήταν αποδεκτές από τους σκύλους και ποιες όχι. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά ένιωθαν αυτοπεποίθηση όταν βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με τα ζώα» τονίζει.

Στην παρούσα φάση, κατά την κυρία Φρίζεν, βρίσκονται σε εξέλιξη αρκετά προγράμματα με ζώα που αποβλέπουν στη μαθησιακή βελτίωση παιδιών. Στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται οι ΗΠΑ με δραστηριοποίηση στον τομέα αυτό σε 43 Πολιτείες, ενώ ακολουθούν ο Καναδάς με τέσσερις επαρχίες, η Αυστραλία, η Βρετανία, η Ινδία και η Κίνα.

«Παρά το γεγονός ότι τα προγράμματα αυτά έχουν γίνει ευρέως γνωστά σε παγκόσμιο επίπεδο, η έρευνα ως προς τις εμπειρίες που αποκομίζουν τα παιδιά κατά τη διάρκεια των συναντήσεων ή τη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν αυτές στο γενικότερο πλαίσιο της τάξης είναι ακόμα αρκετά περιορισμένη» σημειώνει η ερευνήτρια.

Τόνωση της αυτοεκτίμησης

Γιατί όμως τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες δείχνουν να βοηθούνται ιδιαίτερα από την παρουσία των χαριτωμένων τετράποδων;

«Τα παιδιά αυτά, ακριβώς επειδή συνήθως αισθάνονται μειονεκτικά για τις σχολικές τους επιδόσεις και αποτυχίες, μέσα από την επαφή τους με τα ζώα αποκτούν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση» απαντά η κυρία Εύα Τσώλη, ψυχολόγος με εξειδίκευση στην αξιολόγηση και αποκατάσταση μαθησιακών δυσκολιών.

«Λειτουργούν καλύτερα γιατί τα ζώα εκφράζουν την αγάπη τους ανιδιοτελώς στα παιδιά αυτά, χωρίς να τα κρίνουν ή να τα επικρίνουν όπως πολλές φορές συμβαίνει με τους δασκάλους και τους γονείς τους. Οπότε μέσα από τη μη λεκτική επικοινωνία που έχουν με τα ζώα νιώθουν μεγαλύτερη αποδοχή. Πολύ σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες αισθάνονται ικανοποίηση γιατί καταφέρνουν να επιτύχουν μικρούς και καθημερινούς στόχους φροντίζοντας τα κατοικίδια και μαθαίνοντας να εστιάζουν περισσότερο στις δυνατότητές τους παρά στους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν» αναφέρει η κυρία Τσώλη.

Σύμφωνα με την ίδια, τα παιδιά που έχουν ένα κατοικίδιο στο σπίτι βοηθούνται ιδιαίτερα γιατί μέσα από την καθημερινή τους επαφή με αυτό αποκτούν σφαιρική ανάπτυξη.«Επιπλέον, μαθαίνουν να προσφέρουν στους άλλους χωρίς ανταλλάγματα, γίνονται υπεύθυνα και συνεπή άτομα, καθώς αναλαμβάνουν τη φροντίδα του κατοικιδίου τους, αυξάνουν την αυτοεκτίμηση, τον αυτοέλεγχο, την αυτοπειθαρχία, τον αυτοσεβασμό τους, ενώ παράλληλα καλλιεργούν τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες, την ομαδικότητα και το πνεύμα συνεργασίας τους» συμπληρώνει.

«Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση των αυτιστικών παιδιών η καθημερινή επαφή με ένα ζωάκι τα βοηθά να αισθάνονται λιγότερη ανασφάλεια στον χαοτικό κόσμο, όπως αυτά τον αντιλαμβάνονται. Μπορεί δηλαδή να τα βοηθήσει να αισθάνονται λιγότερο στρες και άγχος και να αρχίσουν να κατανοούν και να συναισθάνονται τις ανάγκες των άλλων ανθρώπων. Η αλληλεπίδραση αυτή τα βοηθά ακόμα να κοινωνικοποιούνται πιο εύκολα»καταλήγει η ειδικός.

Πρώτες απόπειρες στην Ελλάδα

Το 2008, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού του στη Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, ο κ. Βαγγέλης Διαμαντάκος, εκπαιδευτής σκύλων της Πολεμικής Αεροπορίας, με σπουδές στη συμπεριφορά των ζώων και στην αλληλεπίδρασή τους με τον άνθρωπο, εκπόνησε μια ενδιαφέρουσα μελέτη στο Χατζηκυριάκειο Ιδρυμα Παιδικής Προστασίας, στην οποία συμμετείχαν συνολικά 17 κορίτσια ηλικίας 7 ως 11 ετών.

«Το πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια της Κάρλας – ενός νεαρού ημίαιμου θηλυκού εκπαιδευμένου σκύλου – και αφορούσε επισκέψεις δύο φορές την εβδομάδα στους χώρους του ιδρύματος για περίοδο περίπου ενάμιση μήνα» μας λέει ο κ. Διαμαντάκος.

«Κάθε φορά μαζί με τα παιδιά θέταμε έναν διαφορετικό στόχο ως προς τις ασκήσεις που μπορεί να κάνει ο σκύλος. Καταφέραμε λοιπόν να κάνουμε τα παιδιά να ασκούνται πνευματικά και σωματικά, να επικεντρώνονται στον σκύλο, να συζητούν και να ενισχύουν το ενδιαφέρον τους γι’ αυτόν, γεγονός που σύμφωνα με τη μετέπειτα αξιολόγηση τα βοήθησε σε πολλούς τομείς. Είδαμε ότι τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και τα παιδιά εμφάνισαν αισθητή βελτίωση ως προς την αυτοεκτίμησή τους, τη συμπεριφορά τους, τις σχολικές τους επιδόσεις, τις σχέσεις τους με συνομηλίκους τους και τη φυσική τους κατάσταση» υποστηρίζει.

Σε επόμενη φάση, στο πλαίσιο του διδακτορικού του, ο κ. Διαμαντάκος ετοιμάζει αντίστοιχη έρευνα σε σχολεία, υπό την επίβλεψη του κ. Γιώργου Κλεφτάρα, αναπληρωτή καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ 

Ο ψυχισμός του σκύλου, κατά τον εκπαιδευτή σκύλων κ. Διαμαντάκο, θα πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα του σχεδιασμού των προγραμμάτων αυτών.

«Το ζώο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για πολύ συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να μην έρχεται αντιμέτωπο με ατελείωτες πληροφορίες, να κουράζεται και να στρεσάρεται. Μέσα από σύντομες συνεδρίες δηλαδή, βοηθάμε τον σκύλο να προσαρμόζεται εύκολα στις νέες συνθήκες» αναλύει ο ειδικός. «Οπως και να έχει, ο σκύλος που συμμετέχει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να έχει περάσει από εκπαίδευση, ενώ θα πρέπει να υπάρχει η παρουσία και η καθοδήγηση ενός ειδικού». 

Η ράτσα, υπογραμμίζει ο ίδιος, δεν αποτελεί ζητούμενο της ειδικής εκπαίδευσης. «Η Κάρλα που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη είναι πανέξυπνη και δεν είναι κάποιας ράτσας. Στην εκπαίδευση ο σκύλος πρέπει να μάθει να ανέχεται καταστάσεις και συμπεριφορές. Θα πρέπει να έχει εξοικειωθεί με διάφορα “ατυχήματα” που ενδεχομένως να συμβούν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων _ όπως π.χ. το πάτημα της ουράς ή του ποδιού, ή ακόμα και με θορύβους που μπορεί να έχουν να κάνουν για παράδειγμα με τον χώρο ενός νοσοκομείου _ προκειμένου να μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα. Θα πρέπει δηλαδή να έχει απευαισθητοποιηθεί από μια σειρά ερεθισμάτων» επισημαίνει ο κ. Διαμαντάκος. 

«Μια τέτοια εκπαίδευση κρατάει αρκετό καιρό _ έχει τουλάχιστον έξι μήνες προετοιμασίας _ και πρέπει να συνεχίζεται. Για τον σκύλο τίποτα δεν θεωρείται δεδομένο. Οσο πιο νεαρός είναι τόσο πιο γρήγορα μαθαίνει, ακριβώς επειδή δεν διαθέτει άλλες εμπειρίες. Το θέμα της εκπαίδευσης συνήθως παρουσιάζεται με ένα πάρα πολύ ωραίο περιτύλιγμα, αυτό της επιβράβευσης, ενώ θα πρέπει να παρουσιάζεται όπως ακριβώς είναι: σαφώς η επιβράβευση είναι η καλύτερη και αποτελεσματικότερη μορφή εκπαίδευσης όμως, όπως υπάρχει βία και καταναγκασμός στη ζωή μας σε διάφορες μορφές, έτσι θα πρέπει και το ζώο να είναι εξοικειωμένο με αυτές, σε ανθρώπινα πάντα όρια και για συγκεκριμένους σκοπούς». 

Ποια είναι όμως τα όρια στη συμπεριφορά του ανθρώπου που όταν ξεπεραστούν προκαλούν εκνευρισμό και νευρικότητα στο σκύλο και πώς μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο; «Το πιο συνηθισμένο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι ο σκύλος δεν εκτονώνεται όσο θα ήθελε: μένει μέσα στο σπίτι, δεν τρέχει, δεν πηγαίνει συχνές βόλτες ή πηγαίνει βόλτα με λουρί με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τρέξει» μας λέει ο εκπαιδευτής. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση ενέργειας η οποία διοχετεύεται αλλού, π.χ. σε ζημιές κτλ. Εάν δεν ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες του σκύλου (πείνα, δίψα, απουσία φόβου-ασφάλεια, σωματική εκτόνωση, κτλ.) τότε θα έχει νευρικότητα. Το μέγεθος δεν παίζει ρόλο: όλες οι ράτσες εκπαιδεύονται ανάλογα με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά τους» επισημαίνει ο κ. Διαμαντάκος.

ΠΡΟΣΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ 

Στην Ελλάδα, όπως μας ενημερώνει η πρόεδρος του Πανελλήνιου Κτηνιατρικού Συλλόγου κυρία Αθηνά Τραχήλη, οποιεσδήποτε προσπάθειες για επικοινωνία είχαν γίνει κατά το παρελθόν με τα αρμόδια υπουργεία για την εισαγωγή της συγκεκριμένης θεραπευτικής προσέγγισης δεν βρήκαν ποτέ ανταπόκριση.

«Στόχος μας είναι να ξεκινήσουν τέτοια προγράμματα σε όλα τα μεγάλα νοσοκομεία»αναφέρει η κυρία Τραχήλη. «Ηδη το πρώτο πρόγραμμα επικουρικής θεραπευτικής παρέμβασης στο ογκολογικό τμήμα του Νοσοκομείου Παίδων “Αγλαΐα Κυριακού” με πρωταγωνιστή τον Χνούδο, ένα αρσενικό κουνελάκι, έχει δείξει εντυπωσιακά αποτελέσματα ως προς την ψυχική ανάταση των νεαρών ασθενών». Το χαριτωμένο ζωάκι εισήχθη στο νοσοκομείο πριν από περίπου τρία χρόνια με αφορμή τη διδακτορική διατριβή της κτηνιάτρου κυρίας Κατερίνας Λουκάκη.

«Ενόψει των γενικότερων ανακατατάξεων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στείλαμε επιστολή στο υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων για την ένταξη στο σχολικό πρόγραμμα μιας σειράς μαθημάτων που να ξεκινούν από την προώθηση και ανάπτυξη της ζωοφιλίας και να φτάνουν μέχρι το φυσικό περιβάλλον, την υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων» λέει η κυρία Τραχήλη υπογραμμίζοντας πως η παιδεία απέναντι στα ζώα αποτελεί τη βάση για την επιτυχή εφαρμογή και κοινωνική αποδοχή τέτοιων μεθόδων θεραπευτικής παρέμβασης.

«Επειτα στην Ελλάδα δεν υπάρχει αρμόδια αρχή που να ελέγχει όλους όσοι δηλώνουν εκπαιδευτές σκύλων. Δεν υπάρχουν σχολές επαγγελματικής κατάρτισης, π.χ. ΙΕΚ ή ΤΕΙ, που να προσφέρουν σε κάποιον τη δυνατότητα να γίνει εκπαιδευτής με πιστοποιημένο κρατικό δίπλωμα» καταλήγει η πρόεδρος.

ΠΗΓΗ: tovima.gr

Διαλογισμός και μερικά από τα οφέλη του.

559A0AEF707657F833DDC949B843CFD7 (1)

Μία νέα έρευνα του πανεπιστημίου του Harvard, σε συνεργασία και με άλλα ερευνητικά κέντρα διαπίστωσε ότι η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα διαλογισμού οκτώ εβδομάδων είχε μετρήσιμα αποτελέσματα σχετικά με τις λειτουργίες του εγκεφάλου.

Στην έκθεσή τους  αναφέρουν ότι κατά την διάρκεια εξάσκησης του διαλογισμού βρέθηκαν αλλαγές σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη μνήμη, την αίσθηση του εαυτού, την ενσυναίσθηση, και το άγχος. «Αν και η πρακτική του διαλογισμού συνδέεται με την αίσθηση της γαλήνης και τη φυσική χαλάρωση, όπως επί καιρό ισχυρίζονται οι ασκούντες του διαλογισμού, ο διαλογισμός προσφέρει επίσης γνωστικά και ψυχολογικά οφέλη που εξακολουθούν να υπάρχουν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας» αναφέρει η συγγραφέας της μελέτης Sara Lazar του Ψυχιατρικού Ερευνητικού προγράμματος του Χάρβαρντ. «Η μελέτη αυτή δείχνει ότι οι αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου οφείλονται στον διαλογισμό και ότι οι άνθρωποι δεν είναι απλά ότι αισθάνονται καλύτερα, επειδή ξοδεύουν το χρόνο τους χαλαρώνοντας.»

Στην έρευνα συμμετείχαν δύο ομάδες, εκ των οποίων η πρώτη διαλογίζονταν κατά μέσο όρο 27 λεπτά ημερησίως ενώ η δεύτερη καθόλου. Μετά το τέλος των 8 εβδομάδων εξάσκησης, ελήφθησαν εικόνες μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου και στις δύο ομάδες. Η ανάλυση των μαγνητικών τομογραφιών εγκεφάλου της πρώτης ομάδα η οποία και διαλογιζόταν,  έδειξε αύξηση της πυκνότητας στην φαιά ουσία που βρίσκεται στον ιππόκαμπο, γνωστή για την σημασία που έχει  στην μάθηση, τη μνήμη, και σε δομές που σχετίζονται με την αυτογνωσία, τη συμπόνια, και την ενδοσκόπηση.

Οι συμμετέχοντες της πρώτης ομάδας ανέφεραν μείωση του στρές η οποία σχετίζεται με την επιρροή που έχει ο διαλογισμός στην αμυγδαλή –   τμήμα του εγκεφάλου  το οποίο χαρακτηρίζεται έδρα της συναισθηματικής νοημοσύνης -. Επίσης παρατηρήθηκε πάχυνση του εγκεφαλικού φλοιού σε περιοχές που σχετίζονται με την προσοχή και την συναισθηματική ολοκλήρωση. Καμία από αυτές τις αλλαγές δεν παρατηρήθηκαν στην  δεύτερη ομάδα η οποία δεν διαλογιζόταν.

«Είναι συναρπαστικό να δούμε την πλαστικότητα του εγκεφάλου και ότι κατά την άσκηση του διαλογισμού, μπορούμε να συμβάλουμε στην αλλαγή του, να αυξήσουμε την ευημερία μας και την ποιότητα της ζωής μας», λέει η Britta Hölzel, ερευνήτρια στο MGH και στο Πανεπιστημίου Giessen της Γερμανίας.

Ιφιγένεια

Μήπως όλοι έχουμε ένα τέρας μέσα μας? Ένα ενδιαφέρον άρθρο για το Πείραμα του Μίλγκραμ

Experimental-Setup-of-the-Milgram-Experiment-Lipflip.org_Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή.

Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών. Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.

Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.

Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».

Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.

Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»

Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)

«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.

Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ. «Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.

Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:

«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»

Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.

Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.

«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο… Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».

«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»

Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;

Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας ‘τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.

Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.

Δυστυχώς έκαναν λάθος.

Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ. Και το 65%… Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!

Που έγκειται η φάρσα;

Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος».  Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές».  Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»

Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.

Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές.  Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.

Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα.  Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.

Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.

Και μια τελευταία παρατήρηση:

Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.

(Περισσότερα για το πείραμα του Μίλγκραμ μπορείτε να διαβάσετε στο υπέροχο βιβλίο της Lauren Slater: «Το κουτί της ψυχής», από τις εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Δέσποινα Αλεξανδρή, 2009)

Πηγή: antikleidi.com

The happiest people pursue the most difficult problems

Ένα πολύ ωραίο άρθρο.Work wheel

Lurking behind the question of jobs — whether there are enough of them, how hard we should work at them, and what kind the future will bring — is a major problem of job engagement. Too many people are tuned out, turned off, or ready to leave. But there’s one striking exception.

The happiest people I know are dedicated to dealing with the most difficult problems. Turning around inner city schools. Finding solutions to homelessness or unsafe drinking water. Supporting children with terminal illnesses. They face the seemingly worst of the world with a conviction that they can do something about it and serve others.

Ellen Goodman, a Pulitzer Prize-winning journalist (and long-time friend), has turned grief to social purpose. She was distraught over the treatment of her dying mother. After leaving her job as a syndicated columnist, she founded The Conversation Project, a campaign to get every family to face the difficult task of talking about death and end-of-life care.

Gilberto Dimenstein, another writer-turned-activist in Brazil, spreads happiness through social entrepreneurship. When famous Brazilian pianist Joao Carlos Martins lost the use of most of his fingers and almost gave into deepest despair, Dimenstein urged him to teach music to disadvantaged young people. A few years later, Martins, now a conductor, exudes happiness. He has nurtured musical talent throughout Brazil, brought his youth orchestras to play at Carnegie Hall and Lincoln Center in New York, and has even regained some use of his fingers.

For many social entrepreneurs, happiness comes from the feeling they are making a difference.

I see that same spirit in business teams creating new initiatives that they believe in. Gillette’s Himalayan project team took on the challenge of changing the way men shave in India, where the common practice of barbers using rusty blades broken in two caused bloody infections. A team member who initially didn’t want to leave Boston for India found it his most inspiring assignment. Similarly, Procter & Gamble’s Pampers team in Nigeria find happiness facing the problem of infant mortality and devising solutions, such as mobile clinics that sent a physician and two nurses to areas lacking access to health care.

In research for my book Evolve!, I identified three primary sources of motivation in high-innovation companies: mastery, membership, and meaning. Another M, money, turned out to be a distant fourth. Money acted as a scorecard, but it did not get people up-and-at ’em for the daily work, nor did it help people go home every day with a feeling of fulfillment.

People can be inspired to meet stretch goals and tackle impossible challenges if they care about the outcome. I’ll never forget the story of how a new general manager of the Daimler Benz operations in South Africa raised productivity and quality at the end of the apartheid era by giving the workers something to do that they valued: make a car for Nelson Mandela, just released from prison. A plant plagued by lost days, sluggish workers, and high rates of defects produced the car in record time with close to zero defects. The pride in giving Mandela the Mercedes, plus the feeling of achievement, helped the workers maintain a new level of performance. People stuck in boring, rote jobs will spring into action for causes they care about.

Heart-wrenching emotion also helps cultivate a human connection. It is hard to feel alone, or to whine about small things, when faced with really big matters of deprivation, poverty, and life or death. Social bonds and a feeling of membership augment the meaning that comes from values-based work.

Of course, daunting challenges can be demoralizing at times. City Year corps members working with at-risk middle school students with failing grades from dysfunctional homes see improvement one day, only to have new problems arise the next. Progress isn’t linear; it might not be apparent until after many long days of hard work have accumulated. It may show up in small victories, like a D student suddenly raising his hand in class because he understands the math principle. (I see this from service on the City Year board. You can find dozens of these stories on Twitter under #makebetterhappen.)

It’s now common to say that purpose is at the heart of leadership, and people should find their purpose and passion. I’d like to go a step further and urge that everyone regardless of their work situation, have a sense of responsibility for at least one aspect of changing the world. It’s as though we all have two jobs: our immediate tasks and the chance to make a difference.

Leaders everywhere should remember the M’s of motivation: mastery, membership, and meaning. Tapping these non-monetary rewards (while paying fairly) are central to engagement and happiness. And they are also likely to produce innovative solutions to difficult problems.

http://blogs.hbr.org/kanter/2013/04/to-find-happiness-at-work-tap.html?goback=.gde_2366430_member_231494521

Τα όρια των ορίων

Όλοιangry-kid. όσοι είναι γονείς, έχουν να αντιμετωπίσουν το σημαντικό και δύσκολο ζήτημα των ορίων των παιδιών. Σε όλες τις συζητήσεις και ομάδες το θεμα αυτό τίθεται σχεδόν πρώτο, γεγονός που δηλώνει το άγχος και τη σύγχυση που επιφέρει το ζήτημα αυτό.

Είναι σίγουρο ότι τα παιδιά χρειάζονται και επιζητούν ένα οριοθετημένο και ασφαλές πλαίσιο, στο οποίο να λειτουργούν. Έχοντας την αίσθηση μιας σταθερούς και οριοθετημένης βάσης, μπορούν να δοκιμάζουν τον εαυτό και το περιβάλλον τους, να αναπτύσσουν τις ικανότητές τους και ένα αίσθημα αυτεπάρκειας και θετικής αυτοαντίληψης, ουσιαστικά δομικά στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Φυσικά, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συμπληρώνεται και από αμέριστη αγάπη και υποστήριξη από τους γονείς, καθώς και από την πεποίθηση ότι θα μπορούν να απευθύνονται στους τελευταίους για οποιοδήποτε πρόβλημά τους.

Παρ’ όλ’ αυτά, η διαδικασία ανακάλυψης του εγώ και του κόσμου συνεπάγεται μίμηση γονικών και ενήλικων συμπεριφορών, ισχυρές απαιτήσεις και εκρήξεις θυμού όταν αυτές δεν πραματοποιούνται, και δοκιμασία σχέσεων με ομηλίκους, στις οποίες μπορεί να κυριαρχεί η επιθετικότητα ή/και η βία. Όλα αυτά και πολλά παραπάνω αποτελούν μια πρόκληση για τους γονείς και τους φέρνουν συχνά κοντά στα όριά τα δικά τους, δοκιμάζοντας τις αντοχές και τον ίδιο τον εαυτό τους.

Όταν αποφασίζει να βάλει κάποιος όρια στο παιδί, ιδανικά θα πρέπει να γνωρίζει το λόγο που το κάνει, το πότε και το πώς θα το κάνει, με ποιά μέσα και σε τι αποσκοπεί. Είναι συχνή παγίδα να βάζουμε όρια, γιατί «απλώς μπορούμε», λόγω θέσης ισχύως και να μπαίνουμε σε ένα φαύλο κύκλο, προφανώς για να κάνουμε και τη δική μας ζωή ευκολότερη. Σημαντικότατη επιρροή αποτελεί και το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο «απαιτεί» από το γονιό και το παιδί του συγκεκριμένες συμπεριφορές, και μέσα στο οποίο κάθε άλλος έχει μια άποψη για το τι πρέπει να γίνει.

Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις στη θέσπιση ορίων, ούτε και «νταντάδες αμέσου δράσεως». Κάθε παιδί, και κατ’ επέκταση άτομο, είναι μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα και δεν υπάρχει αντιμετώπιση «one fits all». Σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του παιδιού, θα πρέπει να επιλέξουμε ποιά  όρια επιθυμούμε να θέσουμε, και να παραμείνουμε αδιαπραγμάτευτοι σε αυτά. Ένα τέτοιο αδιαπραγμάτευτο όριο αφορά στην ασφάλειά του. Δεν μπορούν να γίνουν εκπτώσεις στο συγκεκριμένο τομέα. Από την άλλη πλευρά, δεν θα χαθεί ο κόσμος αν κάποια φορά δεν κοιμηθεί στην ώρα του και θελήσει να καθήσει μαζί μας, ή αν λερωθεί, κάνει φασαρία, το σπίτι άνω κάτω ή φάει και ένα μυρμήγκι (αν το θέλει!).

Οφείλουμε να αφήνουμε περιθώριο στα παιδιά να εκτονώνουν την ενέργεια και την περιέργειά τους, βοηθώντας τα έτσι να αισθανθούν εμπιστοσύνη στον εαυτό και τις ικανότητές τους και να εξερευνήσουν το κόσμο. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει μέσω του διαλόγου και κυρίως μέσα από το προσωπικό μας παράδειγμα (εξωλεκτικά ή λεκτικά), να υποστηρίζουμε αυτά που εννοούμε και να υποδεικνύουμε κανόνες και αρχές, σύμφωνα με τις οποίες θέλουμε να λειτουργούμε.

Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στα διπλά μηνύματα, που πιθανόν να περνάμε στα παιδιά και να μην το καταλαβαίνουμε. Για παράδειγμα, αν το παιδί μας χτυπάει τους άλλους ή εμάς, δεν μπορούμε να το δείρουμε και μετά να του πούμε:»μη ξαναχτυπήσεις!!». Τα παιδιά προσέχουν κάθε στιγμή τη συμπεριφορά μας και θα τη μιμηθούν είτε το θέλουμε είτε όχι.

Ακόμη, δεν χρειάζεται να  ενδίδουμε στην κοινωνική πίεση, που περιμένει από εσάς να συμπεριφερθούμε με συγκεκριμένο τρόπο σε κάθε κατάσταση. Ας εμπιστευθούμε το ένστικτό μας για το τι είναι καλύτερο σε κάθε δεδομένη στιγμή και ας κρατάμε πάντα υπόψη μας ότι ο διάλογος και το πραγματικό ενδιαφέρον στα θέματα, που εμφανίζει τώρα το παιδί, θα μας αποζημιώσουν μακροπρόθεσμα.

Ο δρόμος είναι δύσκολος-μήπως να καλέσω τη νταντά εντέλει;

Κατερίνα.

Ένταξη και Ειδική Αγωγή

 Πολύς λόγος γίνεται για το πώς θα πρέπει να διδάσκονται  και άρα πού να εντάσσονται τα άτομα Ειδικής Αγωγής. Κατ’ αρχάς, σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών όλοι δικαιούνται εκπαίδευσης και μάθησης και εξάλειψηένταξης κατηγοριοποιήσεων και στερεοτυπικών αντιλήψεων. Η μειωμένη ή απολεσθείσα λειτουργική ικανότητα άσκησης κάποιας δραστηριότητας λόγω βλάβης, η παρέκκλιση από τη «φυσιολογική» σωματική και νοητική ανάπτυξη και τα αποτελέσματα των παραπάνω δυσλειτουργιών αποτελούν κοινωνικό και όχι ατομικό ζήτημα, το οποίο οφείλει η πολιτεία, η κοινωνία και το εκπαιδευτικό σύστημα να αντιμετωπίσει.

Τις τελευταίες δεκαετίες δουλεύεται το σύστημα της σχολικής ενσωμάτωσης, περισσότερο βέβαια στο εξωτερικό. Η σχολική ενσωμάτωση αποτελεί προ-στάδιο της ένταξης των ατόμων στη κοινωνία και θέτει ως εκ των ουκ άνευ το μετασχηματισμό των σχολικών μονάδων σε οργανισμούς πρόθυμους και έτοιμους να δεχτούν όλο το μαθητικό πληθυσμό. Τα πλεονεκτήματα της ενσωμάτωσης αναφέρονται στο σχεδιασμό εξειδικευμένων προγραμμάτων, στην αρτιότερη υλικοτεχνική υποδομή, στην εφαρμογή νέων εκπαιδευτικών προσεγγίσεων, στη κινητοποίηση και συμμετοχή των γονέων, στην έμφαση σε μια ανθρωπιστική παιδαγωγική και τη μετακίνηση σε μια περισσότερο ψυχοπαιδαγωγική ερμηνεία και διάγνωση.

Κριτήρια επιτυχίας της παραπάνω προσέγγισης αποτελούν, βέβαια, η σύμπραξη των εμπλεκόμενων φορέων, η εξασφάλιση της γονικής υποστήριξης, η ολοκληρωμένη εκπαίδευση των ειδικών, η συνεργασία ανάμεσα στους δασκάλους και τους ειδικούς της Ειδικής Αγωγής, η προσαρμογή του επίσημου σχολικού προγράμματος, ο σχεδιασμός εξατομικευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η ευελιξία στις στοχοθεσίες, ο κατάλληλος τεχνικός και εργονομικός εξοπλισμός, η χρησιμοποίηση και άλλων-εναλλακτικών- μεθόδων στα προγράμματα παρέμβασης.

Πιο σημαντικό από όλα τα κριτήρια, όμως, είναι η αντιμετώπιση του παιδιού ως ολοκληρωμένη και ενιαία προσωπικότητα, με σεβασμό στις ανάγκες και τη μοναδικότητά του. Ακόμα, όμως, πιο σημαντικό είναι να εστιάζουμε στις ικανότητες και τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ατόμων και όχι στις ελλείψεις και τα μειονεκτήματά τους.

Όλα τα παραπάνω φαίνονται τουλάχιστον μακρινό όνειρο στην Ελλάδα σήμερα. Έγκειται πλέον στην ατομική ευθύνη του καθενός μας, από το ρόλο του, να αντιληφθεί την ουσία της Ειδικής Αγωγής και να συμβάλλει, ώστε ο καθένας να πραγματώσει το βίωμα της ζωής του, καταπώς το αντιλαμβάνεται.

Κατερίνα.

Το Blog μιας Μαμας

Απο τη Λυδία Θεοχάρη

SoulBodygr

Ψυχοσωματικές Προσεγγίσεις

Ψυχοσωματικές Προσεγγίσεις

CrisisMed Blog Forum

Ψυχοσωματικές Προσεγγίσεις